- προβατάρης
- οθηλ. -ισσα βοσκός προβάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προβατάρης — ο, θηλ. ισσα, Ν ποιμένας, ιδίως προβάτων, βοσκός, τσοπάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. άρης (πρβλ. γελαδ άρης)] … Dictionary of Greek
προβατάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.). * * * ο, Ν προβατάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. άς (πρβλ. γιδ άς)] … Dictionary of Greek
προβατευτής — ὁ, Α [προβατεύω] βοσκός προβάτων, προβατάρης … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek